- στραγγαλισμός
- στραγγαλισμός, ο και στραγγάλισμα, το1. θανάτωση με περίσφιξη του λαιμού: Στην Ισπανία οι θανατικές εκτελέσεις γίνονταν με στραγγαλισμό.2. παραποίηση και διαστροφή της αλήθειας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.